- κατασυγκινώ
- προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασυγκινώ — κατασυγκίνησα, κατασυγκινήθηκα, κατασυγκινημένος, συγκινώ κάποιον πολύ, του προκαλώ μεγάλη συγκίνηση: Με κατασυγκίνησε η θυσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek